- Νέστορι
- ΝέστωρNestormasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμβάλλω — ΝΜΑ [βάλλω] 1. (για ποταμό) χύνομαι σε άλλον, ενώνομαι με άλλον (α. «ο Λουδίας συμβάλλει με τον Αξιό» β. «ῥοὰς Σιμόεις συμβάλλετον ἠδὲ Σκάμανδρος», Ομ. Ιλ.) 2. (ιδίως για σωλήνες και αγωγούς) καταλήγω σε κάτι άλλο και ενώνομαι μαζί του (α. «τα… … Dictionary of Greek
Νέστορ' — Νέστορα , Νέστωρ Nestor masc acc sg Νέστορι , Νέστωρ Nestor masc dat sg Νέστορε , Νέστωρ Nestor masc nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)